Τρεις είναι οι αφηγήσεις που παρατάσσονται στο πολιτικό πεδίο σήμερα κάθε μια από αυτές φιλοδοξεί να κυριαρχήσει και να διαμορφώσει τους όρους μετάβασης στη «νέα ελληνική πραγματικότητα» και στο «νέο οικονομικό μοντέλο παραγωγής».
Η μία, αυτή του κυρίαρχου μεν, χρεοκοπημένου δε, πολιτικού συστήματος εξαντλεί το όραμά της στους άξονες σταθερότητα και ανάπτυξη. Με σταθερότητα να σημαίνει υποτέλεια, εξαθλίωση, δουλικότητα και ανάπτυξη να σημαίνει ξεπούλημα, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογική αφαίμαξη, φτηνό και επισφαλές εργατικό δυναμικό κτλ.
Η δεύτερη, αυτή της επίσης χρεοκοπημένης αριστεράς, ασταθής και μετέωρη, αρκείται στο να κάνει αντιπολίτευση και να ευαγγελίζεται μια προ πολλού ξεπερασμένη σοσιαλδημοκρατική περίοδο. Μια αφήγηση με επίκεντρο την ήπια διαχείριση της κρίσης, τη φορολόγηση της εκκλησίας και της μεγαλοαστικής τάξης, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψιν (στην καλύτερη περίπτωση) πως τα κεφάλαια αυτής είναι μεταφερόμενα και διεθνοποιημένα. Αυτό που κάνει την πρόταση της αριστεράς να είναι τόσο δημοφιλής ώστε να την φέρνει κοντά στην εξουσία, είναι η υπόσχεση της αποκατάστασης των αδικιών. Αυτό που κάνει την πρόταση αυτή αφερέγγυα, σχεδόν γελοία θα λέγαμε, είναι το ερώτημα του πώς θα γίνει αυτό σε ένα εκ φύσεως άδικο σύστημα και δίχως να έρθει σε ρήξη με αυτό και τους διεθνείς οργανισμούς του (ΕΕ – ΔΝΤ κτλ).
Η τρίτη, αυτή της φασιστής ακροδεξιάς, επενδύει στα πιο οπισθοδρομικά και σκοτεινά ένστικτα μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας, με το να υπόσχεται τάξη και ασφάλεια, βάσει μιας εθνικής ταυτότητας που ανέκαθεν ήταν εργαλείο κατασκευής του μύθου της συλλογής ταύτισης στα πλαίσια της ανάγκης να αμυνθεί κανείς στην προσβολή από ένα εξωτερικό εχθρό. Η νοσταλγία για στρατιωτικά καθεστώτα, ολοκληρωτισμό και στρατιωτικοποιημένες κοινωνίες βρίσκει αντίκτυπο στα αποπροσανατολισμένα λούμπεν στοιχεία αλλά και στα εναπομείναντα στοιχεία των εποχών εκείνων. Ο εφιάλτης ξαναζωντανεύει καθώς οι ηττημένοι της μεταπολίτευσης ετοιμάζονται για τη ρεβάνς τους.
Όσο διαφορετικές κι αν μοιάζουν οι τρεις αυτές αφηγήσεις, τοποθετούνται όλες ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο, αυτό του καπιταλιστικού συστήματος, ο θρίαμβος του οποίου (ειδικά μετά την κατάρρευση των κομουνιστικών ολοκληρωτικών καθεστώτων) έχει σαρώσει τη φαντασία όλου σχεδόν του πληθυσμού στον πλανήτη, έχοντας σαρώσει βέβαια και την ίδια τη βιωσιμότητά του. Ο καταπληκτικός μύθος του καπιταλισμού που ισχυρίζεται πως φέρνει ευμάρεια και ευκαιρίες για όλους, μπορεί να είναι εφαρμόσιμος για ένα όλο και μικρότερο πληθυσμιακό κομμάτι, εις βάρος όλων των υπολοίπων και του περιβάλλοντος, παρ’ όλα αυτά κυριαρχεί. Έτσι άλλωστε είναι οι μύθοι, εμπεριέχουν πάντα ένα πολύ μικρό κομμάτι αλήθειας. Η εξαθλίωση, που αποτελεί βίωμα για σχεδόν το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού, φαίνεται να μην είναι αρκετή ώστε να αποδομήσει αυτή την κυριαρχία πάνω στο φαντασιακό. Έτσι σήμερα λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να φανταστούν κάτι πέρα από τον καπιταλισμό.